Σχολιασμός της απόφασης Teitiota v. New Zealand (Individual Communication No. 2728/2016 της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ .
Η πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UN Human Rights Committee) στην υπόθεση Teitiota v. New Zealand (Individual Communication No. 2728/2016) αποτελεί ορόσημο στο διεθνές δίκαιο και το δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών υπό το πρίσμα του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ειδικότερα, η απόφαση ενδιατρίβει στο θέμα της αρχής της μη επαναπροώθησης προσφύγων (non-refoulement), ως ορίζεται στη Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες του 1951, η οποία, σύμφωνα με την Teitiota τυγχάνει εφαρμογής στη βάση του Διεθνούς Συμφώνου για τα Πολιτικά και Αστικά Δικαιώματα του 1966 και συγκεκριμένα κάτω από το πρίσμα του Άρθρου 6(1) που αναφέρεται στο δικαίωμα στη ζωή. Επί της ουσίας, η Teitiota αναγνωρίζει το γεγονός ότι οι κλιματικές αλλαγές μπορούν να δημιουργήσουν υποχρεώσεις μη επαναπροώθησης προσφύγων στα κράτη, οι οποίες υποχρεώσεις είναι νομικά δεσμευτικές.
Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, η αρχή της μη επαναπροώθησης εφαρμόζεται στη βάση μιας νέας ερμηνείας που αποδίδει η Επιτροπή για τον κανόνα του πραγματικού κινδύνου πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης από τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών στη ζωή των ατόμων. Η υπόθεση αφορούσε παράπονο που υποβλήθηκε ενώπιον της Επιτροπής από υπήκοο του Κιριμπάτι εναντίον της Νέας Ζηλανδίας. Ο εν λόγω υπήκοος είχε αιτηθεί πολιτικό άσυλο στη Νέα Ζηλανδία με τον ισχυρισμό ότι οι κλιματικές αλλαγές στην χώρα καταγωγής του εξέθεταν αυτόν και την οικογένεια του, μεταξύ άλλων, σε βίαιες διαμάχες σε σχέση με την κατοχή γης, έλλειψη πόσιμου νερού και αδυναμία βιοποριστικής δυνατότητας από την γεωργία. Η αίτηση του Teitiota απορρίφθηκε από τις αρμόδιες αρχές μετανάστευσης της Νέας Ζηλανδίας και εξαντλώντας τα εσωτερικά ένδικα μέσα της χώρας ο Teitiota απευθύνθηκε στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ισχυριζόμενος παραβίαση του Άρθρου 6(1) του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Αν και η προσφυγή του Teitiota απερρίφθηκε τελικώς από την Επιτροπή, η ανάλυση στην οποία αυτή προχώρησε θεωρείται σημαίνουσας αξίας αφού για πρώτη φορά εξετάζεται σε βάθος η επήρεια των κλιματικών αλλαγών στα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα και ειδικότερα σε σχέση με το δικαίωμα στην ζωή, το οποίο επεκτείνεται τελεολογικά και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που επηρεάζουν την εφαρμογή του.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ επαναβεβαίωσε σχετικό σχόλιο της σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα στην ζωή αποτελεί ένα γενικό δικαίωμα που αναφέρεται, inter alia, στο δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης το οποίο επηρεάζεται από το φαινόμενο των κλιματικών αλλαγών το οποίο επιλειτουργεί αρνητικά ως προς την εφαρμογή του δικαιώματος στην ζωή. Σύμφωνα με την Teitiota, οι κλιματικές αλλαγές, επηρεάζοντας το δικαίωμα στην αξιοπρεπή διαβίωση που περιλαμβάνεται στην έννοια του δικαιώματος στην ζωή, δημιουργούν υποχρεώσεις στα κράτη όπως σεβαστούν το δικαίωμα μη επαναπροώθησης (non-refoulement) σε άτομα που αποδεικνύουν ότι έχουν επηρεαστεί από τις κλιματικές αλλαγές. Σε μια πρωτότυπη ερμηνεία του δικαιώματος στην ζωή, η Επιτροπή αναγνώρισε τις οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους του δικαιώματος στην ζωή όχι μόνο υπό το πρίσμα του Διεθνούς Συμφώνου για τα Πολιτικά και Αστικά Δικαιώματα αλλά και υπό το πρίσμα του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα του 1966. Ως εκ τούτου, τα κράτη έχουν νομικά δεσμευτική υποχρέωση να προασπίσουν και να προστατεύσουν το δικαίωμα στην ζωή λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις της έννοιας της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Πέραν του πιο πάνω σημαντικού ευρήματος, η Teitiota οριοθετεί το κριτήριο του εύλογα αναμενόμενου ρίσκου που επηρεάζει το δικαίωμα στην ζωή. Κατά αναλογία της απόφασης στην υπόθεση Portillo Caceres v. Paraguay, η Επιτροπή έκρινε ότι τα κράτη έχουν υποχρέωση στο διεθνές δίκαιο όπως διασφαλίσουν το δικαίωμα στη ζωή ατόμων που επηρεάζονται από την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Φυσικά, η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού απαιτεί και προϋποθέτει την ύπαρξη αυξημένου ρίσκου το οποίο πρέπει να τεκμηριωθεί από τον αιτητή και να προνοηθεί από τα κράτη στην αξιολόγησή τους σε σχέση με αιτήσεις πολιτικού ασύλου λόγω των κλιματικών αλλαγών.
Αν και επί της ουσίας κρίθηκε ότι η Νέα Ζηλανδία δεν παραβίασε το δικαίωμα στην ζωή του αιτητή και της οικογένειας του λόγω της αυστηρής εφαρμογής του κριτηρίου του εύλογα αναμενόμενου ρίσκου, η απόφαση της Επιτροπής διανοίγει νέους δρόμους στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ειδικά και του διεθνούς δικαίου γενικά σε σχέση με τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών και τις υποχρεώσεις των κρατών για την αντιμετώπισή τους. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η εξέταση από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ του δικαιώματος στην ζωή υπό το πρίσμα του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα και όχι υπό το πρίσμα του αντίστοιχου Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα ως ήταν η πρακτική σε προηγούμενες αναφορές.